Να μερικά μικρά δείγματα από τις εφτά διαφορετικές νουβέλες, Αν σου αρέσουν, παρακάτω θα βρεις μεγαλύτερα αποσπάσματα........
"Το κόκκινο αυτοκίνητο"
"...Εκεί στην Αθηνών άκουσε τις πρώτες σειρήνες πίσω του. Χαμογέλασε ειρωνικά...
«Δεν υπάρχει περίπτωση...»,είπε στον εαυτό του.
Και δεν υπήρχε πραγματικά, να τον πιάσουν, με τέτοιο αυτοκίνητο. Βύθισε το πόδι του στο πεντάλ του γκαζιού κι άκουγε τις ταχύτητες να πέφτουν, τον ήχο της οχτακύλινδρης μηχανής να εναλλάσσει το τόνο της, σαν το αυτοκίνητο να άλλαζε γνώμη, συνεχώς. Το κροτάλισμα των εξατμίσεων συντονίστηκε με τους ρυθμούς της καρδιάς του."...........Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τον τίτλο "Το κόκκινο αυτοκίνητο"...
"Το σπίτι με τις πικροδάφνες"
.......................................................
-Παράφαγα, της είπε...
-Πιες αυτό θα σου περάσει , του είπε αφήνοντάς το στο κομοδίνο.
-Τι είναι αυτό, τη ρώτησε.
-Τσάι δε μου πες; Σου ΄κανα τσάι από πικροδάφνη. Βότανο είναι, που θεραπεύει και καρκίνο... που σου 'λεγα!.. Κάνει καλό στον κρασοπονοκέφαλο από τον καιρό των Βαβυλωνίων.
-Μπα.., είπε παραξενεμένος εκείνος και άπλωσε το χέρι στο φλιτζάνι. Ήπιε προσεκτικά δυό-τρεις γουλιές και μετά ρούφηξε το μισό φλιτζάνι. Το άφησε στο κομοδίνο και ξάπλωσε ξεφυσώντας δυνατά. ............ Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τον τίτλο "Το σπίτι με τις πικροδάφνες"...
"Η έμπνευση"
...Το «χταπόδι» ήταν ένας βράχος σα πλάκα, στο ύψος της θάλασσας, που πηγαίναμε και χτυπάγαμε τα χταπόδια που ψαρεύαμε. Όμως μ’ αυτό τον καιρό, το κύμα τον είχε καλύψει και μόνο όταν τραβιόταν, φαινόταν ένα κομμάτι του να προεξέχει. Μια γυναίκα, φορώντας ένα πορτοκαλί σωσίβιο, προσπαθούσε παλεύοντας με τα κύματα να φτάσει στα βράχια. Κανείς άλλος δεν ήταν γύρω της. Κατεβήκαμε πιο χαμηλά και της φωνάζαμε να κολυμπήσει, όχι προς τα βράχια, αλλά ανοιχτά για να την σπρώξει το κύμα και να φτάσει στον κολπίσκο δυτικά, που κόβει λίγο ο καιρός. Τότε, την πιάνει ένα κύμα και την κοπανάει πάνω στο πλατύ βράχο, εκεί που χτυπάγαμε τα χταπόδια.......................Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τίτλο "Η έμπνευση"...
Δείτε το Video από την Επίδαυρο...
.....Σε μια από αυτές τις ανακατοσούρες του συγυρίσματος η Σεμέλη βρήκε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τα νεανικά χρόνια της Ηλέκτρας. Πέφτωντας στο πάτωμα, ξεδίπλωσε μόνο του και άνοιξε σε μια σελίδα, που έδειχνε την Ηλέκτρα σχεδόν ολόγυμνη, ξαπλωμένη σε ένα βωμό με ένα φίδι να έρπει στο στήθος της και γύρω-γύρω συνάθροιση από ιερείς και ιέριες, να συμμετέχουν σε κάποια τελετή με προεξάρχοντα τον Ορέστη............ Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τον τίτλο "Κώδικας Επίδαυρος"...
"Η γοργόνα"
...Της άρεσε όμως πολύ του στυλάκι του Τζίμη, ο τρόπος που λύγιζε τα γόνατα και λικνίζονταν στη ρέγκε, μα πιο πολύ της άρεσε όπως είχει μεταμορφωθεί, μετά την απόλυσή του από το στρατό. Πρώτα απ’ όλα τα μαλλιά του είχαν μεγαλώσει και τα είχε πλέξει σε στυλ «dreadlocks» η «ράστα», όπως τα λένε εδώ. Δηλαδή σε μακριές πλεξούδες, σωληνοτές σα χοντρά μακαρόνια, που κρέμονταν γύρω από το πρόσωπό του και το κεφάλι του. Ήταν μέρος της «ρέγκε» φιλοσοφίας του, ήταν γιατί ήθελε να μοιάζει στον Μπομπ Μάρλεϊ, ήταν μόδα… Ίσως όλ’ αυτά μαζί, ίσως και η Βιβή, που τον ήθελε ξεχωριστό και της εποχής. Όχι ξενέρωτο και γιάπη.....
Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τίτλο "Η γοργόνα"...
"Ο δάσκαλος"
......Τώρα τελευταία, του ζητούσαν οι πελάτες όλο και πιο επικίνδυνα, πιο επιθετικά ζώα, γι’ αυτό και τα είχε φέρει αυτά. Τα κρατούσε διπλοκλειδωμένα και πρόσεχε σε ποιόν τα πούλαγε. Αλλά αφού αυτά του ζητούσαν οι πελάτες, γιατί να μη τα φέρει; Όσο πιο επικίνδυνο ήταν το ζώο, τόσο τους ανέβαζε την αδρεναλίνη, του λέγανε και σκασίλα του τα υπόλοιπα. Και ο Μίμης ανέβαζε την τιμή! Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε η Ρούλα και στάθηκε στα σκαλιά. Το φως που έμπαινε από την πόρτα μέσα στο σκοτεινό υπόγειο , φώτιζε το μισό της πρoφίλ και της είχε μεταμορφώσει το πρόσωπο, από στρουμπουλό και χαριτωμένο, σε σκληρό και κακιασμένο.
-Θέλω πριν φύγεις να τελειώσουμε μια δουλειά, του είπε παγερά...........Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα με τίτλο "Ο δάσκαλος"
"Ο κύριος ακίνδυνος"
.........και έτσι βρέθηκε κρεμασμένος να αιωρείται μαζί μ’ αυτήν, μπροστά στα φώτα του Cayenne που ετοιμαζόταν να μπει στη ράμπα του γκαράζ. Ο Τάσος πάτησε φρένο απότομα βλέποντας τον απροσδόκητο επισκέπτη, αλλά εκείνος άφησε τα χέρια του από τη σκάλα και προσγειώθηκε στη ράμπα, κατρακυλώντας στην κατηφόρα της. Tότε, ξεκίνησε απότομα και προσπάθησε να τον χτυπήσει, στριμώχνοντάς τον στην πόρτα του γκαράζ, που δεν είχε ανοίξει ακόμα. Ο μαυροφορεμένος όμως, με μια αιλουροειδή κίνηση, σηκώθηκε στον αέρα και προσγειώθηκε όρθιος πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, κάνοντας το Cayenne να καρφωθεί στη πόρτα του γκαράζ. Μετά, σκαρφάλωσε με τα λαστιχένια μποτάκια του στην οροφή, πατώντας το γυάλινο παρμπρίζ . Tρέχοντας, πήδηξε από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, διέσχισε το δρόμο, ανέβηκε σε μια παρκαρισμένη Honda, έβαλε μπρος γρήγορα και ξεκίνησε με ταχύτητα....... Περισσότερα παρακάτω στην ενότητα "Ο κύριος ακίνδυνος"...
Τώρα που πήρες μια γεύση από το βιβλίο διάβασε παρακάτω ακόμα μεγαλύτερα αποσπάσματα. Μετά, πες μας τη γνώμη σου και τα σχόλιά σου, όποια και αν είναι αυτά...
Και τώρα διάβασε όσο περισσότερο από το βιβλίο....
"Το κόκκινο αυτοκίνητο"
Έριξε το σακίδιό του στα πίσω καθίσματα και μπήκε στο αυτοκίνητο της Μιρέλλας.
-Σ΄ αρέσει ;
-Κόκκινο το αγόρασες; ...τη ρώτησε.
-Ναι, κόκκινο της φωτιάς. Και είναι 4Χ4!
Την οδήγησε στην ίδια διαδρομή. Εκεί κάπου στην Ανάβυσσο, αυτή έστριψε σε ένα χωματόδρομο και του είπε:
-Θες να οδηγήσεις εσύ; Στο χώμα είναι φοβερό!
Άνοιξε την πόρτα του, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, έβγαλε το μπουφάν του και κάθισε στη θέση του οδηγού. Πέταξε το μπουφάν στα πίσω καθίσματα και ξεκίνησε.
-Σε πειράζει να το τρέξουμε λίγο;
-Σανίδωσέ το...,είπε αυτή με ηδονή στη φωνή και το βλέμμα της.
Το οδήγησε σα τρελός, μέσα από πέτρες και χαντάκια. Τα φώτα του έσκιζαν το σκοτάδι και σημάδευαν την πορεία του χωματόδρομου. Το βούτηξε στους νερόλακκους κι αυτή άρχισε να ξεφωνίζει υστερικά, κάθε φορά που έβλεπε τα λασπόνερα να καταβρέχουν το παρμπρίζ και το αυτοκίνητο να ξεγλιστράει με το πλάι απ' τη πορεία του. Κάποια στιγμή, αυτός τράβηξε το χειρόφρενο κι το ‘στριψε όλο αριστερά. Το κόκκινο 4Χ4, διέγραψε μια πορεία γύρω από τον εαυτό του και σταμάτησε, μέσα στα ξεφωνητά της. Την είχε ενθουσιάσει και κάτι περισσότερο! Έσκυψε στο μέρος της κι ένοιωσε την λαχανιασμένη ανάσα της. Χωρίς ν' αντισταθεί αυτή, πλησίασε τα χείλη της στα δικά του. Τότε ήταν, που με το ένα χέρι του τράβηξε από τα πίσω καθίσματα το σακίδιό του. Άνοιξε την πόρτα του και πετάχτηκε έξω, τραβώντας και τα κλειδιά της μηχανής.
-Τι κάνεις.., τι έπαθες,...πρόλαβε να πει αυτή. Βρόντηξε την πόρτα και τράβηξε μέσα απ’ το σακίδιο ένα καλάσνικοφ. Πριν προλάβει αυτή να καταλάβει τι συμβαίνει, την σημάδεψε και γάζωσε το αυτοκίνητο με μια ριπή, καθώς τρανταζόταν δυνατά από τη δύναμη του όπλου. Μετά πήγε από την άλλη πλευρά και συνέχισε να της ρίχνει, γεμίζοντας τρύπες τα παράθυρα και την κόκκινη μπογιά του αυτοκινήτου.
-Ήταν κόκκινο, αλλά η μηχανή του δεν ακούγονταν σαν πολυβόλο..., είπε όταν τέλειωσε το γάζωμα.
Έσκυψε και κοίταξε μέσα απ’ τα παράθυρα. Την είδε ξαπλωμένη κι ακίνητη, πλημυρισμένη στο αίμα. Στα πίσω καθίσματα πεταμένο το μπουφάν του, που έγραφε στη πλάτη, "ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ". Έβαλε το όπλο στο σακίδιο, το έριξε στον ώμο του κι απομακρύνθηκε με τα πόδια.
Οι αστυνομικοί πήραν και το δεύτερο μπουφάν απ' τα πίσω καθίσματα και μάζεψαν τους κάλυκες απ’ τη σκηνή του εγκλήματος, αφού αρίθμησαν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες, πάνω στο αυτοκίνητο. Ο αστυνόμος Βορίδης, φόρεσε ένα γάντι πλαστικό, έπιασε ένα κάλυκα και τον περιεργάστηκε.
-Καλάσνικοφ, είπε. Λόγοι αντεκδίκησης, μάλλον. Τρομοκράτες και μαφιόζοι έχουν καλάσνικοφ. Αλλά εκδίκηση σε μια λογίστρια;
.....................................................................................
"Το σπίτι με τις πικροδάφνες"
Ο Σαρακηνός τράβηξε από το ντοσιέ του μια φωτογραφία μεγάλη όσο ένα πακέτο τσιγάρα και τη γύρισε προς το μέρος της, σα να ΄θελε να τη συγκλονίσει. Ήταν λίγο παλιά, το χαρτί είχε κιτρινίσει και τα χρώματά της όλα στις αποχρώσεις του καφέ, όπως όλες οι παλιές φωτογραφίες. Την κράτησε σταθερά μπροστά στο πρόσωπό της και της έδειξε με το στυλό του πάνω σ΄ αυτή...
-Αναγνωρίζετε εδώ την αδελφή σας, τη ρώτησε.
-Ναι φυσικά, η Έλλη είναι, πολύ νεώτερη φυσικά...
-...Και αυτός ποιός είναι που τον κρατάει αγκαζέ;
Εδώ η κυρία Τζίλντα κόντευε να χάσει το φως της! Της έφυγε η τσάντα από τα χέρια κι έπεσε στο πάτωμα σκορπίζοντας το εσωτερικό της.
-...Είναι ο σύζυγός σας κυρία Τζίλντα, επέμεινε ρωτώντας ο Σαρακηνός, καθώς έσκυβε κι αυτός να δει αν δείχνει το σωστό πρόσωπο. Τα τσουλούφια του σχεδόν άγγιξαν το πρόσωπό της.
-Ναι είναι...Αλλά δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε η κυρία Τζίλντα ψάχνοντας τη τσάντα και τα πράγματά της κάτω από τα πόδια της, αλλά μάλλον ήθελε να κρυφτεί.
- Μια φωτογραφία δε σημαίνει τίποτα απολύτως, του είπε ξεσπώντας κάπως για να δικαιολογηθεί. Ήθελε το μαντήλι της, γιατί πλημύρισε από δάκρυα αμέσως και ντράπηκε, μα ντράπηκε τόσο πολύ. Πήρε τη φωτογραφία από τα χέρια του και τη γύρισε ανάποδα. Έγραφε πίσω της "Αίγινα 2/6/1950". Την ακούμπησε στο γραφείο και τη κοιτούσε προσπαθώντας να θυμηθεί. Αλλά δε μπορούσε να έρθει τίποτα στο μυαλό της... Αυτός έβγαλε μέσα από το κεντρικό συρτάρι του γραφείου του ένα κουτί με χαρτομάντιλα και της το πρότεινε. Εκείνη βούτηξε δυό-τρία και σκούπισε με τη λεπτότητα μιας κυρίας τα μάτια της, λέγοντας:
-Νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος που σας έδωσε τη φωτογραφία, απλά θέλει το κακό μου, του είπε σιγά.
-Αυτός απλά θέλει το συμφέρον του, αλλά εγώ τι θέλω κυρία Τζίλντα, ρώτησε ο Σαρακηνός.
-Α, εσείς...αφήστε καλύτερα, είπε κοιτάζοντας λοξά τα τσουλούφια του.
-Θέλετε λίγο νερό, τη ρώτησε ξαφνικά σπρώχνοντας κοντά της ένα ποτήρι.
-Πρόκειται να με ταλαιπωρήσετε πολύ;
-Όχι πολύ κυρία Τζίλντα, είπε ο Σαρακηνός ψάχνοντας το ντοσιέ. Πείτε μου όμως γνωρίζατε ότι το πρωί της μέρας του θανάτου της η αδελφή σας συναντήθηκε με το σύζυγό σας;
-Όχι δε το γνώριζα κύριε.
-Δε θα 'πρεπε;
-Γιατί θά 'πρεπε; Ήταν ο γιατρός της και την έβλεπε αραιά και που, όταν δεν ήταν καλά. Μόνο αυτόν εμπιστευόταν, επειδή είχαν δει πολλά τα μάτια της σαν νοσοκόμα.
-Ναι, βέβαια γιατί, αναρωτήθηκε και ο Σαρακηνός. Διότι είναι αδερφή σας, κυρία μου, της είπε κατάμουτρα. Και γιατί η αδερφή σας κάλεσε πρώτα μια γειτόνισσα και μετά αυτή πήρε το γιατρό. Αφού ξαφνικά συμβαίνει κάτι στην αδερφή σας και αποφασίζει να την επισκεφτεί, δε σας λέει "πάω στην αδερφή σου γιατί δεν είναι καλά"; Μαζί δε ζείτε;
-Συγνώμη, γιατί δεν καλείτε τον ίδιο να τον ρωτήσετε; Τι νόημα έχει αν ήξερα η όχι που είναι ο σύζυγός μου; Νομίζετε ότι κάθε φορά που βλέπει ένα ασθενή μου λέει και που πάει;
Όσο μιλούσε εκείνη ο Σαρακηνός πήρε πάλι τη φωτογραφία με τα δυό του δάχτυλα και την κούνησε μπροστά της κρατώντας τη από την άκρη, σαν να ήθελε να μιλήσει και αυτή τον εμπόδιζε. Τελικά της είπε...
-Να σας θυμίσω γιατί φαίνεται ότι δεν θυμάστε. Αυτή η φωτογραφία είναι από μια εκδρομή του προσωπικού του νοσοκομείου στην Αίγινα, κυρία Τζίλντα...Εσείς είχατε πάει;
-Όχι, είπε με σιγουριά αυτή. Αλλά δεν είχε πάει ούτε εκείνος. Έτσι μου είχε πει, αν θυμάμαι καλά, τώρα που μου το λέτε και...
-Αλήθεια; Και τότε ποιός είναι αυτός, ρώτησε ο Σαρακηνός χτυπώντας το δάχτυλό του στη φωτογραφία. Λυπάμαι που θα σας το πω εγώ, όπως φαίνεται κυρία μου, αλλά είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο σύζυγός σας είχε συναισθηματικό δεσμό με την αδελφή σας και μάλιστα για πολύ καιρό.
Γύρισε και τον κοίταξε όχι με έκπληξη πια, γιατί της είχε περάσει η πρώτη, αλλά με εκείνη την κοριτσίστικη ματιά που θα είχε και τότε στο Ωδείο που τον είδε για πρώτη φορά. Ήθελε να γραπωθεί πάνω του, να γίνει κισσός, περικοκλάδα να τυλιχτεί γύρω του, να του πει να χορέψουν πάλι το "Ας ερχόσουν για λίγο" η και το "Τάνγκο Νοτούρνο", να του εξηγήσει πως καλλίτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα τώρα που τον βρήκε, γιατί θα ήταν ελεύθερη πια να είναι δική του, γιατί μια ζωή τον περίμενε. Το ΄λεγε και το τραγούδι στο στίχο του: "και στα δυό σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά". Ήθελε τόσα πολλά να του πει. Γι αυτό πήγε να τον βρει. Όμως ήταν αυτό το γυαλί που τους χώριζε, αυτό που την έκανε εκείνη να ξέρει κι αυτόν όχι. Ναι, ήταν; Όχι, δεν ήταν! Ήταν το δικό του κρύσταλλο, το δικό του παραπέτασμα, που αυτή τη φορά έκανε αυτόν να φαίνεται ότι γνωρίζει και εκείνη όχι. Το κατάλαβε αμέσως, όταν τράβηξε από την τσάντα του ένα μάτσο γράμματα δεμένα με κορδέλα και τα πέταξε πάνω στο γραφείο.
-Ορίστε και η απόδειξη, της είπε. Ερωτική αλληλογραφία του συζύγου σας με την αδερφή σας!
-Θέλετε να πείτε ότι η Έλλη δολοφονήθηκε;
-Θέλω να πω ότι υπάρχουν ενδείξεις για μια δεύτερη ζωή της αδερφής σας, που εσείς δε γνωρίζετε.
............................................................................................................
"Η έμπνευση"
....Γύρισε σπίτι, πήγε στο μπάνιο και βρήκε την Μαρία να πλέει νεκρή, στο νερό της μπανιέρας . Έσκυψε, πέρασε τα χέρια του κάτω από το γυμνό σώμα της και με προσοχή τη σήκωσε από το νερό. Μόνο τα δάχτυλα του χεριού της είχαν μείνει κυρτά, κοκαλωμένα, σ’ εκείνη τη τελευταία ενστικτώδη κίνηση, που είχε κάνει για να σωθεί. Τη μετέφερε προσεκτικά στην κρεβατοκάμαρα και την απόθεσε στο κρεβάτι. Με την άκρη του σεντονιού, σκούπισε το πρόσωπό της από τα νερά και έφτιαξε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά της. Απομακρύνθηκε και την κοίταξε, όπως ήταν ξαπλωμένη ολόγυμνη πάνω στο κρεβάτι, με τον τρόπο που ο καλλιτέχνης κοιτάει το έργο του, για να βρει τις γωνίες του. Η φωνή του Φιλ Κόλλινς ακούγονταν ακόμα μέσα από το ατελιέ της να τραγουδάει τώρα, “too many people/too many problems”[1].
Από το εργαστήριο έφερε ένα ψηλό καρότσι, που χρησιμοποιούσαν για να μετακινούν τον πηλό . Έβαλε πάνω του την Μαρία και την μετέφερε στο εργαστήριο της κεραμικής. Την ξάπλωσε πάνω στο πάγκο, αφού παραμέρισε όλα τα μισοτελειωμένα κεραμικά. Γύρισε το κεφάλι της να κοιτάει σχετικά προς τα πάνω και της άνοιξε το στόμα. Σήκωσε το χέρι της στη θέση, που είχε πριν αφήσει την τελευταία πνοή της και άνοιξε τα δάχτυλά της στο σημάδι της αγωνίας. Ήθελε να έχει μια θέση, παρόμοια με αυτή που είχε η γυναίκα του πλοίαρχου, όταν την είχε δει να πνίγεται μαζί με το πατέρα του. Έσκισε σε στενές λωρίδες μερικά σεντόνια, που είχε πάρει από την κρεβατοκάμαρα, τις έβρεξε και άρχισε να τυλίγει σφιχτά και με επιμέλεια το νεκρό σώμα, σαν να ήταν μούμια. Άφησε ακάλυπτο μόνο το κεφάλι, γιατί ήθελε να βλέπει την έκφραση του προσώπου.. Μετά, πήρε μερικά τσουβαλάκια με πηλό, που τα είχαν στοιβαγμένα και σκεπασμένα με βρεγμένες λινάτσες για να μη ξεραίνονται και έβαλε το περιεχόμενό τους σε ένα μηχάνημα, που έμοιαζε με μηχανή του κιμά. Το χρησιμοποιούσαν για να μαλακώνουν τον πηλό. Τον μαλακό πηλό, τον πήρε και τον έπλασε σα ζυμάρι. Με τη βοήθεια ενός πλάστη, σαν κι αυτό που έχουν οι μαγείρισσες, άνοιξε τον πηλό σε λεπτά φύλλα.
Αφού έφτιαξε αρκετά, τα τύλιξε σε ρολά και τα έφερε κοντά στο σώμα της γυναίκας του. Ανασήκωσε το κορμί της και πέρασε με προσοχή τα πρώτα από αυτά, από κάτω της. Μετά ξεδίπλωσε μερικά άλλα πάνω στο στήθος της, την κοιλιά της, τους γλουτούς. Με προσοχή, όπως ήταν μαλακός ο πηλός, τον πίεζε ελαφρά για να πάρει το σχήμα του σώματός της. Οι βρεγμένες λωρίδες του υφάσματος, βοήθησαν στη συνοχή του πηλού με το σώμα. Ένωσε τα φύλα από πάνω, με αυτά που είχε στρώσει κάτω από το σώμα, έτσι που να το τυλίξει και να το καλύψει τέλεια με τον πηλό. Του πήρε αρκετή ώρα να το κάνει αυτό. Προσπάθησε να σβήσει όλες τις ενώσεις, έτσι που να φαίνεται όλο το σώμα σαν ένα ενιαίο κομμάτι από πηλό. Χρησιμοποίησε γι’ αυτό το «πελεκούδι», ένα εργαλείο σα σπάτουλα, που πιο πολύ το δούλευε στο τροχό. Με αυτό και με ένα βρεμένο πανί, εξαφάνισε κάθε δαχτυλιά κι έστρωσε το πηλό, σε μια λεία επιφάνεια.
Μετά, άρχισε να χρησιμοποιεί το γλυπτικό του ταλέντο. Δούλεψε τις λεπτομέρειες, στο πρόσωπο και τα μαλλιά της. Έβαλε όλη του την επιδεξιότητα και κατάφερε πραγματικά να την ζωντανέψει, πάνω από τον πηλό. Της γέμισε ακόμα και το ανοιχτό στόμα με πηλό και σκάλισε εξωτερικά την ίδια απόκοσμη έκφραση τρόμου. Του πήρε όλη τη νύχτα να κάνει αυτή τη δουλειά. Με το ξημέρωμα είχε όμως τελειώσει. Είχε φτιάξει ένα πραγματικό άγαλμα από πηλό. Το άγαλμα της γυναίκας του. Αλλά παράλληλα την είχε εξαφανίσει. Είχε όμως πολλή δουλειά ακόμα. Τώρα έπρεπε να μείνει μια μέρα για να στεγνώσει. Έσπρωξε με προσοχή τον πάγκο πάνω στις ρόδες του, βγάζοντάς το πήλινο σώμα σε μια ηλιόλουστη βεράντα, που υπήρχε γι’ αυτό το σκοπό, έξω από το εργαστήριο.
Είχε αρκετό χρόνο μπροστά του για να φροντίσει μερικές λεπτομέρειες από το σχέδιό του. Πήρε μερικά τηλέφωνα και διέδωσε σε στενούς φίλους , ότι έγινε κάποιος τσακωμός με τη Μαρία και εκείνη ως συνήθως σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι για την Ιταλία.
[1]…: τόσοι πολλοί άνθρωποι/τόσα πολλά προβλήματα
..........................................................
"Κώδικας Επίδαυρος"
Ο Ορέστης, χωρίς καμιά διαύγεια, θολωμένος από τα πάθη που ταλάνιζαν το μυαλό του, έπεσε σε περισυλλογή. Άρχισε να κάνει συνδυασμούς και να διανοείται, όπως είχε μάθει, με τα στοιχεία που μέχρι τώρα είχε για να κρίνει και να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους. Και σ' αυτό τον είχε βοηθήσει η Κυβέλη, που είχε μια λύση μέσα από τη μαγεία και το πεπρωμένο για όλα. Αυτό που ανακάλυψε τον κλόνισε εσωτερικά. 'Ένοιωσε ένα σεισμό να καταστρέφει συναισθήματα και αξίες, που για χρόνια είχε χτίσει πάνω σε πρόσωπα, που είχαν καθορίσει τη ζωή του όλη.
Γιατί; Τι ανακάλυψε;
Ανακάλυψε ότι η ζωδιακή ταυτότητα της Κάθυ, της Ηλέκτρας , της Ευρυδίκης της γυναίκας του, αλλά και της Κυβέλης, ήταν η ίδια. Τέσσερις Αιγόκεροι. Τέσσερις γυναίκες της ζωής του, τέσσερις εποχές, τέσσερα στοιχεία με την ίδια συμπεριφορά. Η μάνα, η αδερφή, η γυναίκα και η μεγάλη ερωμένη. Όσες ήταν και οι φορές που χτύπαγε με το ιερό ραβδί τη γη, στις τελετές που ιερουργούσε. Το πνευματικό του κώμα επέστρεψε. Ξανακοίταγε τα μυστικά βιβλία. Αιγόκεροι, με οίκους ίδιους. Ωροσκόπο στο Λέοντα, το Δία στο Υδροχόο... Τα πέταγε. Έπιανε την Κινέζικη αστρολογία. Έβαζε τις ημερομηνίες γέννησής τους κάτω. Πίθηκος και για τις τέσσερις, με δυτικό ωροσκόπιο τον Αιγόκερο...Εκείνος ήταν φίδι. «Αυτή η κυριαρχική γυναίκα δε θα αντέξει το συνδυασμό του δικού του σημείου και θα φύγει», έγραφε το σοφό βιβλίο. Δεν ήθελε να τα πιστέψει αυτά... Όμως η μητέρα του τον είχε εγκαταλείψει, η αδερφή του έφυγε από κοντά του, η ερωμένη, η γυναίκα του...., όλες το ίδιο. Πως μπορεί να συμβαίνει αυτό, αν τα ζώδια είναι μια απάτη; Πως είναι δυνατόν; Και τι άλλο τον περιμένει; Πήγε σε χριστιανικές εκκλησίες και είδε το κύκλο των ζωδίων ζωγραφισμένο στους τοίχους ανάμεσα στους αγίους. Στο Ναύπλιο, στην εκκλησία που σκότωσαν τον Καποδίστρια, βρήκε την πεντάλφα στο μαρμάρινο πάτωμα του Αγίου Σπυρίδωνα. Και κυρίως είχε δει αστρολογικά σημεία στον κύκλο της Θυμέλης, στον Ασκληπιείο της Επιδαύρου.
Άρχισε να κοιμάται και να σκέφτεται. Δεν κοιμόταν ακριβώς, έπεφτε σε ύπνωση η με τις σύγχρονες ορολογίες, σε αυτο-καταστολή. Διάβαζε και όσο έψαχνε, τόσο βεβαιωνόταν ότι το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είχε κυριαρχήσει στη ζωή του. Έφτασε βαθιά στο υποσεινήδητό του, ψάχνοντας την παιδική του ηλικία, που εκεί καθορίστηκαν όλα. Και τι βρήκε; Τίποτα περισσότερο από μέρες αθωότητας. Χωρίς ενοχές, έτσι απλά, πράττοντας πάντα το καλό, αυτοί που τον μεγάλωσαν, ακολουθώντας τη δική τους μοίρα, έχτισαν αυτή την ιστορία, που τώρα όμως, είχε γίνει δική του. Η αλήθεια είναι ότι από τη μάνα και την αδερφή, διδάχτηκε την αγάπη, τη στοργή και το οικείο. Αυτό το «οικείο», που είχε το βλέμμα και η αγκαλιά της Κυβέλης, που σχεδόν αυτόματα τον τράβηξε κοντά της και τον έδεσε μαζί της ήταν και η καταστροφική του επιλογή, έβλεπε τώρα. Αυτό ακριβώς είχε και η Ευρυδίκη, κριτήριο λαθεμένο για να διαλέξεις πρόσωπο συντροφικό και ν' αγαπήσεις. Γιατί σίγουρα δεν μπορείς να παντρευτείς τη μάνα σου μια και δύο φορές η και για πάντα. Αυτό όμως, που του έφερνε απελπισία, ήταν πως γνώριζε και πίστευε από τα διδάγματα που είχε, ότι είναι αδύνατο να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου, αν αυτό είναι. Δεν ήταν λοιπόν τρελή η μάνα του, που πίστευε ότι ήταν απόγονος των Λαβδακιδών; Ποιά ήταν; Η Ιοκάστη; Δεν είναι δυνατόν, γιατί η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Άλλωστε δε σκότωσε τον πατέρα του. Δεν ήταν δα και ο Οιδίποδας, απλά είχε Οιδιπόδειο, που εκείνη του το δημιούργησε. Μεγάλος ήταν, συνειδητοποιημένος ήταν, εφόδια και δυνάμεις είχε να αλλάξει τη ζωή του, τις επιλογές του ακόμα και τις βασικές του τις αρχές. «Το πεπρωμένο και την τύχη μας εμείς τα φτιάχνουμε», ήταν το καινούργιο του συμπέρασμα.
"Στο διάολο οι αρχαίοι ημών πρόγονοι", έγραψε σε ένα χαρτί και το κόλησε για να το βλέπει κάθε μέρα στο γραφείο του. ΄Επρεπε να γυρίσει στη δουλειά του και στους ασθενείς του, που στο μεταξύ είχαν αυτοί αρχίσει να πηγαίνουν κατά 'κει.
..................................................................................................
"Η γοργόνα"
-Θέλω να μείνω μαζί σου, όσο κρατάει η νύχτα και την ανατολή θα φύγω, του είπε παθιάρικα δαγκώνοντας το πρώτο μπισκότο και τρίφτηκε πάνω του σα γάτα καραβίσια.
«Την ανατολή θα φύγει», αναρωτήθηκε ο Τζίμης. Αυτή είναι η γοργόνα, μεταμορφωμένη σε γυναίκα. Άρχισε ν’ ανυπομονεί. Τότε της μίλησε για το σπίτι της γοργόνας, που είχε φτιάξει στο βυθό, κάτω από ‘κει που ήταν αγκυροβολημένο το σκάφος του. «Αν το δει θα θελήσει να μείνει. Τότε θα μου βγάλει και την ψαρίσια ουρά της», σκέφτηκε με το μυαλό του, που είχε αρχίσει να παίρνει στροφές από την επίδραση των μπισκότων.
-Πήγαινέ με εκεί…, μπορείς, τον ρώτησε η Ζυλιέτ.
Δεν έχασε ούτε στιγμή. Άναψε τα φώτα βυθού, που είχε κάτω από το σκάφος, της φόρεσε μάσκα, βατραχοπέδιλα και μπουκάλες, έβαλε κι αυτός το δικό του εξοπλισμό, πήρε ένα προβολέα με μπαταρίες και πέσανε στη θάλασσα.
Την είδε μεσ’ στο νερό να κολυμπάει σαν ψάρι. Γι’ αυτόν ήταν ήδη ένα ψάρι. Δε μπορούσε να μιλήσει, να φωνάξει, παρά μόνο να κινηθεί. Οι κινήσεις του σώματός της όμως, η σιλουέτα της, που διαγράφονταν στις μπλε ανταύγειες των προβολέων, τα γυμνά της στήθη, που πάλλονταν στα ρεύματα του νερού, τα μαύρα μαλλιά, που ανέμιζαν σαν τα φύκια της θάλασσας, ήταν αυτό που είχε ονειρευτεί κι αυτό που πίστευε. Δεν χρειάζονταν λόγια για να πείσουν το Τζίμη ότι, αυτό ήταν το θαλασσινό στοιχειό του. Η Ζυλιέτ έδειξε να εντυπωσιάζεται από αυτό που αντίκρισε. Κάθισε στη βυθισμένη πολυθρόνα και περιεργάστηκε τα πράγματα που ήταν στολισμένο το δωμάτιο. Τα πέτρινα αγάλματα, τους αμφορείς, τα πιάτα και τα φλιτζάνια, τα κρεμασμένα πανιά που ταλαντευόταν στις κινήσεις του νερού, κάνοντας το χώρο πιο απόκοσμο . Ήταν κάτι το απίστευτο και μόνο σαν σημάδι φαντασίας, αυτού που το έκανε. Η Ζυλιέτ τράβηξε πάνω της τον Τζίμη, κόλλησε το γυμνό κορμί της στο δικό του και άρχισε να αποζητά τον έρωτά του, μεσ’ στο νερό. Έκαναν σαν ψάρια, που σπαρταράνε στον οργασμό τους. Στριφογύριζαν σα χέλια που παλεύουν. Έρμαιοι του πάθους τους και του νερού, προσπαθούσαν να κρατηθούν από κάπου καθώς βυθίζονταν παραδομένοι στην ηδονή. Κατέληξαν να κάτσουν πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι, που δεν χρησίμευε σε τίποτα.
Τότε ο Τζίμης απότομα, τράβηξε μια αλυσίδα, που η μια άκρη της ήταν δεμένη στο κρεβάτι, πέρασε την άλλη γύρω από τον καρπό της Ζυλιέτ και την κλείδωσε σαν χειροπέδη με ένα λουκέτο. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, πιστεύοντας ότι είναι μέρος του παθιασμένου τους ρεπερτορίου. Όμως, ο Τζίμης τράβηξε από το πρόσωπο της τη μάσκα και την αναπνευστική συσκευή και της έβγαλε τη μπουκάλα με τον αέρα. Η Ζυλιέτ άρχισε ενστικτωδώς να παλεύει για να ελευθερωθεί. Ήταν πραγματικά σαν ψάρι που σπαρταρούσε χτυπημένο. Όμως κάθε κίνησή της, έβγαζε αέρα από τα πνευμόνια της και άφηνε τη θάλασσα να μπει μέσα της. Σε μερικά δευτερόλεπτα, έπαψε να κινείται. Δύο τελευταίοι σπασμοί και αντίστοιχες φυσαλίδες αέρα που έφυγαν από το στόμα της, φανέρωσαν το ταξίδι της ψυχής της. Έμεινε εκεί, σχεδόν ξαπλωμένη, να φωτίζεται από το σπασμένο φως των προβολέων, με τα μαλλιά της να πλέουν ακανόνιστα στο σκοτεινό φόντο του νερού, μετέωρη στο σώμα και στη ψυχή. ........................................................................................................................
"Ο δάσκαλος"
Εύκολο δρόμο είχε βρει ο «Δάσκαλος»! Άμα τον στρίμωχναν, άμα δε είχε τι να πει, πέταγε μια σοφία αλλουνού, ένα τσιτάτο, ένα στίχο και καθάριζε μ’ άλλο ένα μάθημα ζωής. Ξέχναγε τις δικές του πράξεις, ξέχναγε τη ζωή του, τα λάθη του, τα πάθη του κι ελισσόταν στη σκέψη του, όπως κάνει ένα φίδι. Το θυμόταν ότι τους το είχε πει και αυτό, ότι δηλαδή στη ζωή «πρέπει να ελίσσεσαι…» και κουνούσε το χέρι του όπως κάνει το φίδι και «να μη βαράς γροθιά στο μαχαίρι, γιατί θα πληγώσεις το χέρι σου». Ναι ήταν κι αυτός ένα φίδι πραγματικό, σιχαμερό και επικίνδυνο. Που άμα σε δάγκωνε με το δηλητήριο της σκέψης του, δεν ήξερες αν θα σε γιατρέψει η θα σε σκοτώσει. «Ά, ρε μάγκα μου, που είναι εκείνο το μαροκινό στιλέτο, να του το καρφώσω τώρα στη καρδιά, να τελειώνω», σκέφτηκε ο Μίμης.«Τον αγαπούσα μέχρι τώρα, επειδή τον αγαπούσαν κι οι άλλοι. Αλλά να μου κάνει την πάπια; Όχι, όχι, δεν γίνεται αυτό! Να που δεν ήξερα ποιόν πρέπει να σκοτώσω μ’ αυτό το αφρικάνικο μαχαίρι. Αυτόν μισώ, αυτουνού του αξίζει τώρα, αυτή τη στιγμή να του ανοίξεις την καρδιά, να δεις αν έχει αίμα μέσα η λάδι , σαν κι αυτό που βγάζει απ’ τις ελιές του. Αν δουλεύει ανθρώπινα η σα τις μηχανές του πλοίου. Ντούκου-ντούκου, θα κάνει»!
-Θέλεις λίγο κρασί Μίμη μου ακόμα, τον ρώτησε ο «Δάσκαλος», γιατί είδε το κεφάλι του να παραπαίει από τη νύστα.
-Όχι καλλίτερα να πάω να κοιμηθώ «Δάσκαλε», είπε ο Μίμης και σηκώθηκε απότομα.
Έσπρωξε τις καρέκλες και μάζεψε μερικά πιάτα και ποτήρια και τα ‘φερε στη κουζίνα. Έπεσε σα ξερός, με τα ρούχα να κοιμηθεί, χωρίς να πει καληνύχτα. Φίδια σκεφτότανε, φίδια είδε και στον ύπνο του. Πατούσε πάνω τους, τυλιγόντουσαν στα χέρια του, στο λαιμό του παντού. Είχανε γυαλιστερά μάτια, διχαλωτές γλώσσες και κοφτερά δόντια, αλλά μιλάγανε. Λέγανε λόγια ανθρώπινα σαν τον παπαγάλο. Το ίδιο και το ίδιο συνέχεια… Δε μπορούσε όμως να καταλάβει τι λέγανε. Και ξαφνικά, ανάμεσά τους εμφανίστηκε η Ρούλα, κρατώντας μερικά από αυτά στα χέρια, σαν Αιγύπτια θεά. Του ψιθύρισε σιγανά, σαν σύριγμα φιδιού τα λόγια των φιδιών και τότε το κατάλαβε.
-Μην αφήνεις τους άλλους να σε δηλητηριάζουν…
Ξύπνησε απότομα, με γουρλωμένα μάτια από τον εφιάλτη… Την ήξερε αυτή την κουβέντα. Του την είχε πει η ερωμένη του. Κοίταξε γύρω να καταλάβει που βρίσκεται. Πονούσε το κεφάλι του από το πολύ κρασί που είχε πιεί. Κοίταξε το ρολόι του… Περασμένες τρεις η ώρα. Σηκώθηκε σιγά-σιγά και έσπρωξε απαλά τη πόρτα, που τον χώριζε από το δωμάτιο του «Δάσκαλου». Τον είδε να κοιμάται ακίνητος στο κρεβάτι.
-Φίδι, είπε ψιθυριστά με μίσος και μισόκλειστα χείλια.
Κοίταξε πάλι τριγύρω και όπως ήταν με τις κάλτσες, αλαφροπάτησε και βγήκε στον κήπο από την πόρτα της κουζίνας. Πήγε στο αυτοκίνητο και πήρε από το πίσω κάθισμα, το καλάθι με την αφρικάνικη μάμπα. Το έφερε στη κουζίνα και το έβαλε μπροστά στη πόρτα του άλλου δωματίου. Έσπρωξε αθόρυβα το καλάθι, μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν ο «Δάσκαλος». Μετά, πήρε μια ξύλινη κουτάλα με μακρύ χερούλι απ’ τη κουζίνα κι άνοιξε μ’ αυτήν από μακριά, το καπάκι από το καλάθι. Μετά έκλεισε αμέσως την πόρτα.
Δε θα χρειαζόταν να περιμένει και πολύ. Η νευροτοξίνη του φιδιού, προκαλεί παράλυση και ασφυξία, μέσα σε δέκα λεπτά. Το νευρικό σύστημα παύει να λειτουργεί και η καρδιά σταματά.
Κάθισε στη καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του περιμένοντας. Δεν ακούγονταν απολύτως τίποτα. Ούτε το φίδι ακούστηκε, που άρχισε να γλιστράει έξω από το καλάθι στο άλλο δωμάτιο. Σύρθηκε στο σανιδένιο πάτωμα, ψάχνοντας με τη γλώσσα του και τις αόρατες αισθήσεις του, το χώρο. Έστρεφε το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά και τα παγωμένα γυαλιστερά του μάτια, φανέρωναν τον θάνατο που έκρυβε μέσα του. Δεν ένοιωθε καμία απειλή, γι’ αυτό προχωρούσε αργά, πολύ αργά, σχηματίζοντας με το δίμετρο κορμί του διαδοχικά τελικά «ς». Το ένστικτό του το οδηγούσε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο «Δάσκαλος». Η ανθρώπινη μυρωδιά, η ζεστασιά του σώματος έγιναν ο στόχος του. Κινήθηκε αποφασιστικά προς το κρεβάτι. Έφτασε στο σιδερένιο πόδι του κρεβατιού και ετοιμάστηκε να τυλιχτεί πάνω του για να σκαρφαλώσει πάνω. Η παγερή αίσθηση του σίδερου το απώθησε και κατέβηκε ξανά κάτω. Σύρθηκε προς το μέρος που ήταν το κεφάλι του «Δάσκαλου» . Στη μέση της διαδρομής μύρισε την κρεμασμένη άκρη του σεντονιού κι άρχισε να ορθώνει το σώμα του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, περνάει από μπροστά του ένα μικρό ποντίκι, που υπήρχε στο σπίτι. Το φίδι ξαφνιάζεται, σταματάει την πορεία του, χαμηλώνει κάτω από το κρεβάτι και παίρνει με αστραπιαία ταχύτητα κυνήγι το ποντίκι.
Αυτό, όταν το αντιλαμβάνεται, τρέχει σα τρελό για να ξεφύγει μέχρι την άκρη του τοίχου. Κινείται παράλληλα στη κόγχη του, αλλάζοντας την κατεύθυνση του φιδιού. Φτάνανε όμως στη γωνία και ήταν σίγουρο ότι το φίδι θα γράπωνε με τα δόντια του το μικρό ποντίκι. Εκεί όμως στην άκρη του δωματίου, το ποντίκι μπαίνει σε ένα άνοιγμα της σανίδας, που είχε φτιάξει με τα δόντια του και χώνεται κάτω από το ξύλινο πάτωμα. Το φίδι όμως, το ακολουθεί κυνηγώντας το και τρυπώνει και αυτό μέσα. Το άνοιγμα στη σανίδα, οδηγούσε κάτω από το παλιό ξύλινο πάτωμα και το ποντίκι βρίσκει ένα κενό στη βάση του πέτρινου τοίχου, χώνεται από κάτω και βγαίνει από την άλλη μεριά, στην κουζίνα. Το ταχύτατο μάμπα έρπει από πίσω του, βρίσκει το άνοιγμα και περνάει και αυτό κάτω από τον πέτρινο τοίχο, που χώριζε το δωμάτιο από την κουζίνα. Όταν το φίδι έβγαλε το κεφάλι του στο χώρο της κουζίνας, το μικρό ποντίκι είχε προλάβει να εξαφανιστεί, στα τεντζερέδια κάτω από το νεροχύτη. ...............................................................................................................................
"Ο κύριος ακίνδυνος"
Φτάνοντας στη Ραφήνα και στο τέλος του δρόμου, όπως της είχε πει η φωνή στο τηλέφωνο, βρήκε την μικρή παραλία. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και παρ’ όλο που είχε μπει το καλοκαίρι, η παραλία ήταν απόλυτα έρημη. Πέρασε το τζιπάκι της από ένα στενό πέρασμα, βγήκε στην μαλακή άμμο και άρχισε να την διασχίζει κατά μήκος. Πράγματι, όταν προχώρησε αρκετά, τα φώτα του αυτοκινήτου της έπεσαν σε ένα μεγάλο παλιό σπίτι, που ήταν χτισμένο σχεδόν κολλητά στη θάλασσα πάνω στα βράχια. «Εδώ είμαστε», είπε στον εαυτό της και σταμάτησε. Αριστερά της είδε ένα laptop με ανοιγμένη και φωτισμένη την οθόνη του, πάνω σε ένα πέτρινο πεζούλι.
Πήρε το κινητό της και κάλεσε τον Μπίλλυ. Του είπε που είναι και του έδωσε οδηγίες να έρθει από την άλλη μεριά της παραλίας…
…Μπίλλυ, εδώ στα σκοτεινά θα με σκοτώσουν, του είπε, αφού μου πάρουν τα λεφτά. Μπίλλυ, μόνο εσένα έχω, του ξανάπε…γεμάτη αγωνία, έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε από το αυτοκίνητο.
Πλησίασε κοιτώντας γύρω της τον υπολογιστή, που ήταν ανοιχτός σε ένα πράσινο παράθυρο, που έλεγε πάνω-πάνω…
SOURCE ACCOUNT…[1]
Εκεί η Λήδα συμπλήρωσε τον αριθμό λογαριασμού της. Από κάτω έγραφε:
Η επόμενη γραμμή που έπρεπε να συμπληρώσει έλεγε…
Μετά μεσολαβούσε μια διαχωριστική γραμμή, το παράθυρο γινόταν μπλε και έγραφε με λευκά γράμματα: DESTINATION ACCOUNT:[6] ****************
Αυτό την ενδιέφερε πολύ, θα μπορούσε να συγκρατήσει όλο τον αριθμό από το λογαριασμό του προορισμού, έστω και μερικά νούμερα, για να βρει ποιός την εκβιάζει, ποιός θα πάρει τα χρήματά της, αλλά δεν υπήρχαν παρά μόνο δεκαπέντε αστερίσκοι, στη θέση των ψηφίων. Στάθηκε διστακτική μπροστά στον υπολογιστή και τότε ήχησε το κινητό της, για ένα γραπτό μήνυμα που έφτασε. Άρπαξε το κινητό, το άνοιξε και είδε στην οθόνη: «Pata enter». Ταραγμένη, άφησε το κινητό να πέσει στην άμμο, πάτησε βιαστικά με δάχτυλο το πλήκτρο «enter» και γύρισε δεξιά κι αριστερά να δει μήπως μπορέσει στο σκοτάδι να διακρίνει κάποιον να την παρακολουθεί. Όταν ξανακοίταξε την οθόνη έγραφε: «TRANSFER PROCEDURE COMPLETE»[7].
Δεν άντεξε. Βούτηξε το laptop από τα νεύρα της και το εκσφενδόνισε με μια στριγκλιά απόγνωσης στη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Έψαξε να το βρει, όπως ήταν θαμμένο στη άμμο, το άνοιξε και άκουσε πάλι εκείνη την παραμορφωμένη φωνή να της λέει…
-«Σ’ ευχαριστώ, μου ήταν άχρηστο….»
Εκεί όμως τον διέκοψε η Λήδα και νευριασμένα του είπε…
-Θα σε βρω…Τ’ ακούς; Θα σε βρω όπου και να πας σήμερα η μετά από δέκα χρόνια.
-«Δε χρειάζεται, είπε η άχρωμη φωνή, θα σε βρω εγώ όπως σου είπα».
-Που είναι οι φωτογραφίες μου, μαλάκα, ε μαλάκα, του είπε η Λήδα εκτός εαυτού.
-«Πήγαινε στο λιμάνι της Ραφήνας και αγόρασε από το ψαράδικο «Ο Ροφός» τέσσερις τσιπούρες. Μαζί με τα ρέστα που θα πάρεις από μια κοπέλα, θα σου δώσει και το φάκελο με τις φωτογραφίες του άντρα σου.
Η Λήδα πήδηξε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Μόλις βγήκε από την άμμο της παραλίας και ενώ οδηγούσε, κάλεσε από το κινητό τον Μπίλλυ.
-Που είσαι βλάκα κι εσύ…, φώναζε η Λήδα στο τηλέφωνο.
-Καλέ δεν έγινε και τίποτα, να εδώ δίπλα είμαι, είπε ο Μπίλλυ.
-…Πως δεν έγινε. Μόλις τώρα μου πήραν έξι εκατομμ 73;ρια, ηλίθιε…
-Μωρέ δε λες που είσαι ζωντανή, της είπε…
-Άκου Μπίλλυ, έλα γρήγορα στο λιμάνι και πήγαινε στο ψαράδικο «Ο ροφός» και πάρε τέσσερις τσιπούρες. Αυτό είναι το σύνθημα… Πλήρωσε και με τα ρέστα θα σου δώσουν ένα φάκελο με τις φωτογραφίες. Μετά θα σε πάρω πάλι να συναντηθούμε.
Ο Μπίλλυ έφτασε πρώτος στο λιμάνι της Ραφήνας και σταμάτησε μπροστά από το ψαράδικο «Ο Ροφός». Η Λήδα έφτασε στο ίδιο σημείο και σταμάτησε από την έξω πλευρά της προβλήτας, προς τη θάλασσα, παρακολουθώντας από μακριά. Είδε τον Μπίλλυ να παίρνει μια σακούλα με τα ψάρια και την κοπέλα να του δίνει τα ρέστα και ένα φάκελο. Ο Μπίλλυ γύρισε και πήγε να βγει από το ψαράδικο στο πεζοδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή όμως, ορμάει πάνω του κάποιος ντυμένος με μαύρη φόρμα και κουκούλα και προσπαθεί να του αρπάξει το φάκελο. Ο Μπίλλυ χτυπημένος από τη φόρα του άγνωστου πέφτει στο πεζοδρόμιο και ο μαυροφορεμένος, μπερδεύεται στα τραπέζια του διπλανού ουζάδικου και σωριάζεται κι αυτός κάτω. Ο φάκελος με τις φωτογραφίες φεύγει από τα χέρια του στον αέρα και οι φωτογραφίες πέφτουν από μέσα του και σκορπίζονται στο πεζοδρόμιο.
Ο Μπίλλυ τότε τραβάει το όπλο να το πυροβολήσει, αλλά πέφτει από τα χέρια του στις πλάκες του πεζοδρομίου και εκπυρσοκροτεί. Γίνεται πανικός, ακούγονται φωνές και πολλοί πέφτουν κάτω. Ο άγνωστος μαυροφορεμένος, σηκώνεται, προσπαθεί να μαζέψει τις φωτογραφίες και τότε ο Μπίλλυ πέφτει πάνω του, αρχίζοντας να τον γρονθοκοπεί. Αυτός όμως, ξεφεύγει χτυπάει το Μπίλλυ με μια καρέκλα και τον ρίχνει κάτω και σκύβει να πάρει τις φωτογραφίες που έχει μαζέψει.
Εκείνη τη στιγμή η Λήδα, ακουμπάει το περίστροφο που είχε μαζέψει από το πεζοδρόμιο στον κρόταφό του, λέγοντάς του…
-Μη κουνηθείς, γιατί στην άναψα.
Αυτός, σηκώνεται αργά-αργά στα πόδια του, κοιτώντας τη Λήδα μέσα από το άνοιγμα για τα μάτια, που έχει ο μαύρος πλεκτός σκούφος, που καλύπτει όλο το πρόσωπό του. Η Λήδα, αφού τινάζει πίσω τα μαλλιά της, με μια κίνηση, αρπάζει το σκούφο και τον τραβάει.
Αυτό που είδε την άφησε άφωνη.
-Τάσοοοο……., είπε με φωνή δυνατή, γεμάτη έκπληξη, ενώ συνέχισε να τον σημαδεύει.
-Αγάπη μου, νόμιζα ότι είχες βγει ραντεβού και σε ακολούθησα, είπε αμήχανα ο άντρας της.
Μερικές από τις φωτογραφίες που είχαν σκορπίσει, τις μάζεψαν οι περίεργοι που είχαν συγκεντρωθεί και τις κοιτούσαν γελώντας, δείχνοντας ο ένας τον άλλον το ζευγάρι που φαινόταν να κάνει έρωτα. Όταν το αντιλήφθηκε η Λήδα, τράβηξε με δύναμη τις υπόλοιπες φωτογραφίες από τα χέρια του Τάσου, τις κοίταξε κι έκανε μια κίνηση απελπισίας.
Δυό περιπολικά της αστυνομίας φρενάρισαν πίσω τους και οι αστυνομικοί κατέβηκαν με τα όπλα στο χέρι. Φώναξαν αμέσως στη Λήδα να πετάξει το περίστροφο. Αυτή το άφησε να πέσει στο δρόμο και τότε κάποιος απ’ αυτούς της πέρασε τις χειροπέδες. Συνέλαβαν και τον Τάσο και τον Μπίλυ. Καθώς τραβούσαν την Λήδα στο περιπολικό, βρήκε το θάρρος επιτέλους να φωνάξει στον άντρα της.
-Θέλω διαζύγιο, ακούς… Θέλω διαζύγιο τώρα αμέσως.
[1] …:ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
[2] …:ΤΡΑΠΕΖΑ
[3] …:ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
[4] …:ΠΟΣΟ
[5] …:ΝΟΜΙΣΜΑ
[6] …:ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ
[7] …:ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΜΒΑΣΜΑΤΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ
..............................................................................................................................................................................................
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΕΣ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΓΡΑΨΕ ΑΦΟΒΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΞΕΡΕΙ ΤΟ ΓΙΑΤΙ..»
..